...Και θα συμβιβαστούν κι εκείνες οι χιλιάδες των φοιτητών; Εκείνη η φλόγα; Η ζωντάνια; Το όραμα; Τα ιδανικά τι θα γίνουν; Ποια είναι αυτή η δύναμη που θα υποτάξει το μέλλον;»
«Οι χιλιάδες των φοιτητών», συνέχισε το μονόλογο και στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες και αυτό που έζησε στο γιορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου.
Από την αρχή της Φιλοσοφικής στο σιντριβάνι, μέχρι πάνω στη Φυσικομαθηματική και γεμάτη τη μεγάλη πλατεία του Χημείου, οι φοιτητές είχαν στήσει μια από τις μαζικότερες και πιο μαχητικές διαδηλώσεις που είχε ζήσει η Θεσσαλονίκη. Ο Λευτέρης μαζί με το Θωμά, ανέβηκαν στο σπίτι του Αργύρη, στον τέταρτο όροφο, απέναντι από τη Φιλοσοφική, στην οδό Μελενίκου και βγήκαν στο μπαλκόνι. Θέλανε πρώτα να δουν από ψηλά το εντυπωσιακό θέαμα και μετά να πάνε στο μπλοκ της σχολής τους. Το πλήθος, το πάθος, τα λάβαρα, τα συνθήματα, η πρώτη μετεμφυλιακή και μεταπολεμική γενιά διατράνωνε την πίστη της, την αγωνία της, την ελπίδα της, την απόφασή της να αγωνιστεί, να γίνει αυτός ο κόσμος, αυτός ο τόπος πιο δίκαιος, πιο ανθρώπινος, πιο ελεύθερος.
Είχε κάθε δικαίωμα στο όνειρο αυτή η γενιά, όπως όλες στο δικό τους...
Τα τεράστια λευκά και κόκκινα πανό, με τα κίτρινα και μαύρα γράμματα, απλώνονταν από τη μια άκρη του δρόμου μέχρι την άλλη. Πάνω το μήνυμα, συμπυκνωμένη σε λίγα τετραγωνικά μέτρα η επαναστατική φιλοσοφία, η καταγγελία και το κάλεσμα γι’ αγώνα. Κάτω το όνομα της οργάνωσης, της νεολαίας που ακολουθούσε. Κόκκινο παντού, λίγο πράσινο, γιορτή, το πλήθος πάλλεται, η φωνή του φτάνει στον Πύργο, τον Άγιο Δημήτρη, την Τριανδρία.
«Ρε, τι γίνεται εδώ, στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας είμαστε;» είπε βγαίνοντας στο μπαλκόνι και βλέποντας τόσο κόσμο, ο μεγαλύτερος αδελφός του Αργύρη, ο Τρύφωνας.
«Δεν μπορεί, παιδιά, τόσες χιλιάδες νέοι άνθρωποι εδώ, πολλοί περισσότεροι στην Αθήνα, την Πάτρα, σε όλη την Ελλάδα, κάτι θα βγει, κάτι θ’ αλλάξει. Όταν μπουν σιγά σιγά στην παραγωγή, στις υπηρεσίες, στα υπουργεία, στους οργανισμούς, όταν πάρουν στα χέρια τους τις εξουσίες αυτού του τόπου, όλα για όλους θα γίνουν καλύτερα. Αυτή η θέληση, το όραμα και το πάθος θα βρουν το δρόμο τους». Τα λόγια του Θωμά ήρθαν αυθόρμητα, καθώς ένιωθε τη μικρή φλόγα μέσα του να φουντώνει. Η συγκίνησή του ξεχείλιζε.
Εκείνος που έδειχνε αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του, ήταν ο πατέρας του Αργύρη. Αραγμένος στην πολυθρόνα του διάβαζε τη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ».
«Εσείς τι λέτε, κύριε Νίκο; Δε φαίνεται να συμμερίζεστε τον ενθουσιασμό μας» τον προκάλεσε ο Λευτέρης.
«Θα μου επιτρέψεις, νεαρέ μου, να έχω τις αμφιβολίες μου για το αν και πώς θ’ αλλάξουν τα πράγματα. Χρειάζεται ο ενθουσιασμός, αλλά δε φτάνει» απάντησε μάλλον βαριεστημένα.
«Μα, είμαστε τόσο αποφασισμένοι...»
Χαμογέλασε με το ζόρι. «Ξέρεις πόσες διαδηλώσεις σαν αυτή, ζήσαμε εμείς οι παλιοί; Πολλές, πάρα πολλές και με αίμα. Και τι άλλαξε; Ξέρεις πόσοι απ’ αυτούς θα σας πουλήσουν, πόσοι θα σας προδώσουν; Πόσοι θα συμβιβαστούν μ’ αυτά που σήμερα φωνάζουν πως θέλουν ν’ αλλάξουν;»
«Ναι, μα οι περισσότεροι...»
«Τον κόσμο τον αλλάζουν οι δυνατοί και οι λίγοι που μπαίνουν μπροστά, οι πολλοί ακολουθούν. Κάποτε θα θυμηθείς τα λόγια μου» έκλεισε τη σύντομη συζήτηση και συνέχισε το ξεφύλλισμα της εφημερίδας. Ήταν φανερό πως χώριζε μεγάλη απόσταση τις απόψεις τους.
Η κόκκινη θάλασσα φουρτουνιάζει, οι φωνές και οι ψυχές ενώνονται, οι φλέβες δυσκολεύονται ν’ αντέξουν την πίεση, οι γροθιές σφίγγονται, το όραμα φτερουγίζει σε μια Ελλάδα ελεύθερη, σε μια πατρίδα καλύτερη. Η ελπίδα, φυλακισμένη τόσα χρόνια στο ίδιο κελί με το φόβο, ελευθερώνεται. Η ελπίδα μένει, ο φόβος φεύγει, χάνεται...
«Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή...» κατέβηκαν και έσμιξαν με το πλήθος.
Μάνος Περράκης
«Οι χιλιάδες των φοιτητών», συνέχισε το μονόλογο και στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες και αυτό που έζησε στο γιορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου.
Από την αρχή της Φιλοσοφικής στο σιντριβάνι, μέχρι πάνω στη Φυσικομαθηματική και γεμάτη τη μεγάλη πλατεία του Χημείου, οι φοιτητές είχαν στήσει μια από τις μαζικότερες και πιο μαχητικές διαδηλώσεις που είχε ζήσει η Θεσσαλονίκη. Ο Λευτέρης μαζί με το Θωμά, ανέβηκαν στο σπίτι του Αργύρη, στον τέταρτο όροφο, απέναντι από τη Φιλοσοφική, στην οδό Μελενίκου και βγήκαν στο μπαλκόνι. Θέλανε πρώτα να δουν από ψηλά το εντυπωσιακό θέαμα και μετά να πάνε στο μπλοκ της σχολής τους. Το πλήθος, το πάθος, τα λάβαρα, τα συνθήματα, η πρώτη μετεμφυλιακή και μεταπολεμική γενιά διατράνωνε την πίστη της, την αγωνία της, την ελπίδα της, την απόφασή της να αγωνιστεί, να γίνει αυτός ο κόσμος, αυτός ο τόπος πιο δίκαιος, πιο ανθρώπινος, πιο ελεύθερος.
Είχε κάθε δικαίωμα στο όνειρο αυτή η γενιά, όπως όλες στο δικό τους...
Τα τεράστια λευκά και κόκκινα πανό, με τα κίτρινα και μαύρα γράμματα, απλώνονταν από τη μια άκρη του δρόμου μέχρι την άλλη. Πάνω το μήνυμα, συμπυκνωμένη σε λίγα τετραγωνικά μέτρα η επαναστατική φιλοσοφία, η καταγγελία και το κάλεσμα γι’ αγώνα. Κάτω το όνομα της οργάνωσης, της νεολαίας που ακολουθούσε. Κόκκινο παντού, λίγο πράσινο, γιορτή, το πλήθος πάλλεται, η φωνή του φτάνει στον Πύργο, τον Άγιο Δημήτρη, την Τριανδρία.
«Ρε, τι γίνεται εδώ, στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας είμαστε;» είπε βγαίνοντας στο μπαλκόνι και βλέποντας τόσο κόσμο, ο μεγαλύτερος αδελφός του Αργύρη, ο Τρύφωνας.
«Δεν μπορεί, παιδιά, τόσες χιλιάδες νέοι άνθρωποι εδώ, πολλοί περισσότεροι στην Αθήνα, την Πάτρα, σε όλη την Ελλάδα, κάτι θα βγει, κάτι θ’ αλλάξει. Όταν μπουν σιγά σιγά στην παραγωγή, στις υπηρεσίες, στα υπουργεία, στους οργανισμούς, όταν πάρουν στα χέρια τους τις εξουσίες αυτού του τόπου, όλα για όλους θα γίνουν καλύτερα. Αυτή η θέληση, το όραμα και το πάθος θα βρουν το δρόμο τους». Τα λόγια του Θωμά ήρθαν αυθόρμητα, καθώς ένιωθε τη μικρή φλόγα μέσα του να φουντώνει. Η συγκίνησή του ξεχείλιζε.
Εκείνος που έδειχνε αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του, ήταν ο πατέρας του Αργύρη. Αραγμένος στην πολυθρόνα του διάβαζε τη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ».
«Εσείς τι λέτε, κύριε Νίκο; Δε φαίνεται να συμμερίζεστε τον ενθουσιασμό μας» τον προκάλεσε ο Λευτέρης.
«Θα μου επιτρέψεις, νεαρέ μου, να έχω τις αμφιβολίες μου για το αν και πώς θ’ αλλάξουν τα πράγματα. Χρειάζεται ο ενθουσιασμός, αλλά δε φτάνει» απάντησε μάλλον βαριεστημένα.
«Μα, είμαστε τόσο αποφασισμένοι...»
Χαμογέλασε με το ζόρι. «Ξέρεις πόσες διαδηλώσεις σαν αυτή, ζήσαμε εμείς οι παλιοί; Πολλές, πάρα πολλές και με αίμα. Και τι άλλαξε; Ξέρεις πόσοι απ’ αυτούς θα σας πουλήσουν, πόσοι θα σας προδώσουν; Πόσοι θα συμβιβαστούν μ’ αυτά που σήμερα φωνάζουν πως θέλουν ν’ αλλάξουν;»
«Ναι, μα οι περισσότεροι...»
«Τον κόσμο τον αλλάζουν οι δυνατοί και οι λίγοι που μπαίνουν μπροστά, οι πολλοί ακολουθούν. Κάποτε θα θυμηθείς τα λόγια μου» έκλεισε τη σύντομη συζήτηση και συνέχισε το ξεφύλλισμα της εφημερίδας. Ήταν φανερό πως χώριζε μεγάλη απόσταση τις απόψεις τους.
Η κόκκινη θάλασσα φουρτουνιάζει, οι φωνές και οι ψυχές ενώνονται, οι φλέβες δυσκολεύονται ν’ αντέξουν την πίεση, οι γροθιές σφίγγονται, το όραμα φτερουγίζει σε μια Ελλάδα ελεύθερη, σε μια πατρίδα καλύτερη. Η ελπίδα, φυλακισμένη τόσα χρόνια στο ίδιο κελί με το φόβο, ελευθερώνεται. Η ελπίδα μένει, ο φόβος φεύγει, χάνεται...
«Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή...» κατέβηκαν και έσμιξαν με το πλήθος.
Μάνος Περράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου