«Γεια σας, καλώς ήρθατε… Πού θα πάμε;»
«Γειά σου, πατριώτη, το Μπερμπάτι το ξέρεις; Πού να το ξέρεις!»
«Όχι, λυπάμαι, μα θα μου πείτε εσείς πού είναι και θα σας πάω».
«Ούτε Προσύμνη να σου πω δε θα ξέρεις, άσε μη σου πω και Αρχαία Πρόσυμνα. Στις Μυκήνες θα πάμε, λίγο πιο πέρα στο δρόμο προς το Ναύπλιο θα στρίψουμε αριστερά. Εκεί είναι η Προσύμνη, το χωριό μου».
«Κατάλαβα, θυμάμαι μια ταμπέλα στο δρόμο. Θα με βοηθήσετε και εσείς όταν φτάσουμε στις Μυκήνες».
«Εσύ από πού είσαι;»
«Από τη Θήβα. Έχω δέκα χρόνια το ταξί μισό μισό μ’ ένα κουμπάρο μου και ζω από τότε στην Αθήνα».
«Έχεις οικογένεια;»
«Ναι, γυναίκα και δυο παιδιά, κορίτσι και αγόρι. Από έρωτα παντρευτήκαμε και ήρθαμε στην Αθήνα, αφού πούλησα ένα μεγάλο χωράφι στο οποίο ο πατέρας μου καλλιεργούσε πατάτες».
«Άφησες τον τόπο σου για την Αθήνα. Και από το χωριό μου το ίδιο κάνουν. Λίγοι νέοι μένουν εκεί».
«Τι να λέμε κύριε… Το όνομα σας;»
«Γιώργος».
«Κύριε Γιώργο, η ζωή στην επαρχία - εμάς το χωριό μας είναι δέκα χιλιόμετρα από τη Θήβα - είναι δύσκολη, δεν έχει ευκαιρίες, δεν έχει ανέσεις, δεν ξέρεις τι να κάνεις για να περάσεις την ώρα σου. Άσε τα παιδιά που πρέπει να πάνε σχολείο, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, γυμναστική, μουσική, να μάθουν τέλος πάντων πέντε πράγματα παραπάνω από μας».
«Όπως τα λες μοιάζει να έχεις δίκιο, μα η επαρχία πια δεν είναι όπως τα δικά μας χρόνια. Όλα είναι καλύτερα. Φυσικά οι περισσότεροι νέοι φεύγουν και καλά κάνουν όσοι έχουν κάποιο προορισμό, μα πιστεύω πως αρκετοί θα μπορούσαν να μείνουν στον τόπο τους, να απολαμβάνουν τη ζωή κοντά στη φύση, από το να βασανίζονται μόνο και μόνο για να ζουν σε μια μεγαλούπολη, καταπιεσμένοι και στριμωγμένοι σε στενούς χώρους, σε ωράρια και κανόνες που περιορίζουν την ελευθερία».
«Καλά τα λέτε και εσείς, κύριε Γιώργο. Από πού έρχεστε;»
«Από τη Νέα Υόρκη. Είμαι καθηγητής πανεπιστημίου, βιολόγος, παντρεμένος και έχω δυο γιους. Ο ένας σπουδάζει νομικά και ο άλλος είναι μαθηματικός, κάνει το διδακτορικό του και θέλει να εργαστεί στη NASA. Έχω κάποια προγράμματα στο εργαστήριο που παρακολουθώ αυτό τον καιρό στο πανεπιστήμιο, αλλά τα διέκοψα για λίγες ημέρες να έρθω στην πατρίδα. Μου ζήτησε ο πατέρας μου, να περάσουμε μαζί το Πάσχα γιατί φοβάται πως θα πεθάνει και δε θα με ξαναδεί. Θα ερχόμαστε το καλοκαίρι οικογενειακώς, αλλά δεν τον άκουσα καλά στο τηλέφωνο και έτσι αποφάσισα να μην του χαλάσω το χατίρι».
«Μεγάλη Πέμπτη σήμερα, κύριε Γιώργο, δεν ξέρω αν πιστεύετε, μα αυτή η μέρα είναι σημαδιακή για όλους. Όλοι κουβαλάμε ένα σταυρό… Πόσων χρονών είναι ο πατέρας σας;»
«Πέρασε τα ενενήντα ο κυρ Σταύρος, ένας θεός ξέρει πώς το κατάφερε. Με τόσες κακουχίες, φτώχεια, στερήσεις, αρρώστιες, χαμούς αγαπημένων προσώπων, πολέμους, αγώνες, μια ζωή χωρίς ανάσα, χωρίς ξεκούραση, χωρίς χαρά. Και ξέρεις φίλε μου, δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δε βγήκε από το στόμα του μια βαρυγκόμια, ένα παράπονο. Καλή παρέα μόνο ήθελε, να ακούει για τα καλά των ανθρώπων, ένα ψημένο στα κάρβουνα παΐδι, δυο ελιές, μια κούπα κρασί και να στέκει στα πόδια του για να πηγαίνει μέχρι το χωράφι του, να αναπνέει τον καθαρό αέρα του χωριού του αναμειγμένο με τον αέρα που έρχεται ανατολικά από τις Λίμνες, δυτικά από τις Μυκήνες, βόρεια από το Στεφάνι και νότια από την Κλεισούρα. Να μυρίζει τη ρίγανη, το θυμάρι και το πουρνάρι, τα αγριολούλουδα που ξεφυτρώνουν όπου βρίσκουν χώμα».
«Πρέπει να αγαπάτε πολύ τον πατέρα σας και το χωριό σας, κύριε Γιώργο».
«Ναι, φίλε μου, όχι μόνο αγαπώ τον πατέρα μου και το χωριό μου, αλλά είμαι και υπερήφανος και τους χρωστώ πολλά. Το χωριό μου μου έμαθε πως πρέπει να μείνω ταπεινός, να ψάχνω το σημαντικό στην απλότητα, το όμορφο στη σύνθεση της φύσης, το νόημα στη μαντίλα της γιαγιάς και στην αγιοσύνη της, στο άρωμα του φουρνιστού ψωμιού το μεγαλείο της ζωής, που συνεχίζεται μόνο με τα απαραίτητα, τα λίγα που χρειάζεται η ζωή για να υπάρχει. Για τον πατέρα μου τι να πω, σοφός άνθρωπος, όπως οι περισσότεροι της γενιάς του. Νοικοκύρης και σεμνός, μας μεγάλωσε δουλεύοντας στα χωράφια νύχτα μέρα, χωρίς ξεκούραση. Όταν κατάλαβε ότι παίρνω τα γράμματα και του είπα ότι θέλω να σπουδάσω, με έστειλε στον αδελφό του στο Άργος να μείνω και να πάω στο γυμνάσιο. Μετά πήγα στην Αθήνα στο πανεπιστήμιο. Φτωχικά, μα δε μου έλειψε τίποτα πέντε χρόνια που σπούδαζα. Ήμουνα καλός φοιτητής, πήρα μια υποτροφία όταν τέλειωσα το πανεπιστήμιο και έτσι βρέθηκα στην Αμερική. Πάνε σαράντα χρόνια από τότε. Για μένα ο πατέρας μου δεν ήταν μόνο αυτός που στηρίχτηκα για να προχωρήσω στη ζωή, ήταν αυτός που μου δίδαξε, με το παράδειγμα του πρώτα, να είμαι ειλικρινής, να σέβομαι, να μην παρασύρομαι από το περιττό, να χαίρομαι και για τα μικρά πράγματα που μου τυχαίνουν και να αγαπώ τους ανθρώπους, να βοηθώ όποιον έχει ανάγκη. Μαθήματα ευτυχίας φίλε μου, πόσο καλύτερη θα ήταν η ζωή αν όλοι τα εφαρμόζαμε».
«Η μητέρα σας ζει, κύριε Γιώργο; Έχετε άλλα αδέλφια;»
«Η μητέρα μου έχει πεθάνει από χρόνια. Αγαθή γυναίκα του χωριού, αφοσιωμένη στον άνδρα της και τα παιδιά της. Εργατική, μαζί στα χωράφια με τον πατέρα αλλά και νοικοκυρά και εξαιρετική μαγείρισσα. Έζησε ήσυχα, όπως ήθελε, ποτέ δεν έφυγε από το χωριό. Έχω, δηλαδή είχα, δυο αδέλφια, έναν αδελφό και μια αδελφή. Η αδελφή μου που ζούσε στο χωριό πέθανε πριν από δέκα χρόνια. Έμεινε πίσω η κόρη της, η ανιψιά μου η Σοφία που μένει δίπλα στο σπίτι μας και έχει στο νου της και τον πατέρα μου. Ο αδελφός μου, μικρότερος από μένα, πέθανε πρόπερσι, τον έλιωσε η καταραμένη αρρώστια, ο καρκίνος. Χιλιάδες συνάδελφοι, μαζί τους κι εγώ, παλεύουμε να τον νικήσουμε. Εκεί που κάνουμε ένα μικρό βήμα και λέμε ότι κοντεύουμε, αυτός όλο και μας ξεφεύγει. Φυσικός ήταν, καθηγητής στο λύκειο, παντρεμένος με τρία παιδιά και ζούσε στη Θεσσαλονίκη».
«Είναι μεγάλο το χωριό σας; Παλιό;»
«Το χωριό μας κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους. Χιλιετίες τώρα άνθρωποι βρήκαν καταφύγιο στη φιλόξενη γη του. Μεγάλη ακμή γνώρισε τότε που μεγαλούργησαν οι Μυκήνες. Χτίσματα και ερείπια της εποχής το αποδεικνύουν. Αλλά και μετά είχε συνέχεια ζωή. Το δέκατο τέταρτο αιώνα κατέβηκαν Αρβανίτες, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Πελοποννήσου. Έμειναν πολλοί στο χωριό. Εδώ κυνήγησαν τους τελευταίους Τούρκους από τη μάχη στο Αγιονόρι, τον Ιούλιο του 1822. Η μάχη στο Αγιονόρι, που βρίσκεται πάνω από το χωριό, ήταν από τις πιο σημαντικές που έγιναν στα Δερβενάκια, εκεί που αποδεκατίστηκε το ασκέρι του Δράμαλη. Στη γερμανική κατοχή, το Νοέμβριο του ’43, οι Γερμανοί το κάψανε το χωριό. Αντίποινα γιατί οι αντάρτες επιτέθηκαν σε μια περίπολο και σκότωσαν τους άνδρες της. Μαύρισε ο ουρανός, ο καπνός φαινόταν στο Άργος και το Ναύπλιο. Μεγάλη καταστροφή, πέτρα στην πέτρα δεν έμεινε. Οι χωριανοί ξανάφτιαξαν τα σπίτια τους και ζουν από τότε φτωχικά, μα ήσυχα. Με τις συνήθειες τους, φροντίζοντας τα ζώα τους και μοχθώντας στα χωράφια τους».
«Οι νέοι όμως φεύγουν, είπατε…»
«Ναι και παλιότερα έφευγαν σχεδόν όλοι. Πολλοί από αυτούς που ξενιτεύτηκαν, όπως κι εγώ, έφυγαν για να σπούδασαν και έμειναν στα μέρη που πήγαν. Οι περισσότεροι στην Αμερική, μα πολλοί και στη Σουηδία. Έκαναν προκοπή εκεί. Δεν ξεχνάνε όμως τον τόπο τους, έφτιαξαν καινούργια σπίτια στο χωριό και έρχονται όποτε μπορούν με τις οικογένειες τους. Θα τα δεις όταν θα φτάσουμε. Κι εγώ έφτιαξα ένα διώροφο, δίπλα στο πατρικό. Ο πατέρας δεν ήθελε να το γκρεμίσουμε. Του άρεσε όπως ήταν χτισμένο με πέτρα, να κάθεται τα βράδια του χειμώνα με τις ώρες, πάνω στο σκαμνάκι του με το μαξιλάρι, να κοιτά τις φλόγες και τα κούτσουρα να καίγονται στο τζάκι. Να ανακατεύει τη θράκα μέχρι να γίνει στάχτη. Και τα καλοκαίρια, να κάθεται στο πεζουλάκι στην αυλή και να χάνεται το βλέμμα του στον ουρανό, σαν να μετράει τα αστέρια. Κάθε βράδυ το ίδιο, μέχρι να ξαπλώσει στο ξύλινο κρεβάτι με το στρώμα που κόντευε να λιώσει, αλλά δεν ήθελε να αποχωριστεί, γιατί ήταν από τα χέρια της γυναίκας του φτιαγμένο».
«Συγγνώμη, κύριε Γιώργο, που σας βάζω να θυμάστε πράγματα που σας συγκινούν» παρατήρησε ο ταξιτζής βλέποντάς τον να βουρκώνει και να τρέμει η φωνή του.
«Καλό μου κάνει, φίλε μου, μη στεναχωριέσαι. Της ζωής πράγματα. Όταν επιστρέφεις στις ρίζες σου, εκεί που έκανες τα πρώτα βήματα και εκεί που βρίσκονται οι άνθρωποι που μαζί τους πορεύτηκες τα πρώτα χρόνια της ζωής σου, η συγκίνηση γίνεται χαρά, η προσμονή λαχτάρα, οι μνήμες σε κυριεύουν…»
«Περάσαμε τη διασταύρωση των Μυκηνών, κύριε Γιώργο. Να μου πείτε πού θα στρίψω για το Μπερμπάτι…»
«Το θυμάσαι! Κανείς δεν είναι σίγουρος πώς προήλθε αυτό το όνομα. Οι ντόπιοι το λένε πονηρά “Πάμε στο Μπερμπάτι να μπερμπαντέψουμε” εννοώντας να το ρίξουμε έξω, να ξεφύγουμε, να αλητέψουμε. Δεν το λένε άδικα. Η Προσύμνη φημίζεται για τις ταβέρνες και τα καφενεία της. Έρχονται παρέες από όλη την περιοχή. Στο χωριό μου θα βρεις την καλύτερη γκιόσα της Αργολίδας. Τα καλύτερα κρέατα και τα καλύτερα τυριά. Από κέφι, τι να σου λέω… Έτοιμοι είναι όλοι για διασκέδαση. Εδώ στρίβουμε αριστερά».
«Πορτοκαλιές βλέπω παντού, κύριε Γιώργο, και πολλά μελίσσια».
«Ναι, στα πιο πεδινά έχουν βάλει όλοι πορτοκάλια, πιο πάνω θα δεις άλλες καλλιέργειες και πολλές ελιές. Παλιά στα χωράφια βάζανε καπνό, μα τώρα με την απαγόρευση… Φτάνουμε, είμαστε στο στενό της Κλεισούρας, να το παλιό τρίτοξο γεφύρι. Εδώ περνά το ρέμα του Ταξιάρχη. Το νερό έρχεται από ψηλά, από το Στεφάνι. Μόλις στρίψουμε θα δεις το χωριό μου».
«Όμορφο τοπίο, κύριε Γιώργο, άγριο».
«Είδες πώς άλλαξε μόλις στρίψαμε… Να, εδώ είναι η Προσύμνη. Το χωριό μου, ο τόπος μου. Θα πάμε όλο ευθεία, θα περάσουμε μέσα από το χωριό και θα συνεχίσουμε στο δρόμο για τις Λίμνες. Το σπίτι είναι στα δεξιά βγαίνοντας από το χωριό».
Το ταξί σταμάτησε έξω από το σπίτι. Σαν άκουσε το θόρυβο η Σοφία, βγήκε με το μικρό της γιο, να τους προϋπαντήσει. Ξεφόρτωσαν τα πράγματα, πλήρωσαν τον ταξιτζή και του ευχήθηκαν καλή επιστροφή. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και προχώρησαν προς το ισόγειο του σπιτιού.
«Ανησύχησα, βρε θείε, γιατί είχες κλειστό το τηλέφωνο…»
«Ανάθεμα, το είχα κλειστό στο ταξίδι και ξέχασα να το ανοίξω όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο. Ο πατέρας τι κάνει;»
«Δεν είναι καλά, από χθες δεν έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του, ούτε τα φάρμακα του δε θέλει να πάρει. Τηλεφώνησα προ ολίγου στο 166 να τον πάμε στο νοσοκομείο. Δεν ήξερα τι να κάνω».
«Καλά έκανες. Εσείς οι άλλοι εδώ πώς είστε; Ο άνδρας σου, τα παιδιά;»
«Καλά είμαστε, θείε, έλα να τον δεις».
«Ήρθα, πατέρα, όπως σου το υποσχέθηκα».
«Ευχαριστώ, γιε μου, σε περίμενα».
«Η Μάρτζι και τα εγγόνια σου δεν μπόρεσαν να έρθουν, θα έρθουν όμως το καλοκαίρι».
«Να έρθουν, μόνο που εγώ θα έχω φύγει. Να τους φιλήσεις και να τους δώσεις την ευχή μου».
«Σώπα, καλέ πατέρα, τώρα που είμαι εδώ μη φοβάσαι τίποτα».
«Δε φοβάμαι, γιε μου, δεν έχω κρίματα για να φοβάμαι. Δεν ξέρω αν αδίκησα κανέναν, αλλά αμαρτίες δεν έκανα. Σε περίμενα όχι σαν γιατρικό, ήθελα να πάρω μαζί μου στο ταξίδι το άγγιγμα σου και την εικόνα σου. Γιατί θέλω εσύ να μου κλείσεις τα μάτια».
Δεν άντεξε περισσότερο, βγήκε από το δωμάτιο και ξέσπασε σε λυγμούς. Τα δάκρυα έμοιαζαν αστείρευτα. Ήπιε λίγο νερό στην κουζίνα, σκούπισε τα μάτια του, πήρε βαθιά αναπνοή και ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Κάθισε δίπλα στον πατέρα του και του χάιδεψε το χέρι. Προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα.
«Πατέρα, έχεις πει να μας σφάξουν κανα καλό μανάρι για την Κυριακή του Πάσχα; Θα σουβλίσουμε έτσι;»
«Αχ, βρε γιέ μου, μακάρι να σου έδινα αυτή τη χαρά, μα δε θα προλάβουμε, ήρθε η ώρα να φύγω».
Τα τελευταία λόγια του, βγήκαν με δυσκολία. Γύρισε λίγο το κεφάλι προς τα κάτω, μισόκλεισε τα μάτια, η ανάσα του βάρυνε, έγινε βαθύ ροχαλητό, το χρώμα στο πρόσωπο του άρχισε να χάνεται.
Ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου που έφτανε. Η ανιψιά μπήκε στο δωμάτιο και είπε στο θείο της να ετοιμαστούν για το νοσοκομείο.
«Πολύ αργά πια, Σοφία. Ο πατέρας φεύγει, έτσι ήθελε, ας τον αφήσουμε».
Η καμπάνα της Αγίας Αικατερίνης, χτυπούσε πένθιμα για τη Σταύρωση, σε λίγο θα χτυπούσε και για το θάνατο του κυρ Σταύρου.
Μάνος Περράκης
Υ.Γ. Με το Διήγημα αυτό συμμετείχα στον 1ο διαγωνισμό συγγραφής Διηγήματος της Ένωσης Συγγραφέων Λογοτεχνών Αργολίδας.
Μάνος Περράκης
Υ.Γ. Με το Διήγημα αυτό συμμετείχα στον 1ο διαγωνισμό συγγραφής Διηγήματος της Ένωσης Συγγραφέων Λογοτεχνών Αργολίδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου