Σηκώθηκε, έσπρωξε την καρέκλα που καθόταν πίσω, παραμέρισε τις διπλανές και με δυο βήματα βρέθηκε στην πίστα. Έκανε μισό κύκλο μέχρι να πλησιάσει στον τραγουδιστή και κατέβασε το κεφάλι κάνοντας ελαφρά υπόκλιση, ευχαριστώντας την ορχήστρα, που «έπαιξε» την παραγγελιά του.
Συρτά τα βήματα, αντρίκια, στο βαρύ ζεϊμπέκικο,
Τα βάσανά μου ένα φορτίο
που τα πηγαίνω εδώ κι εκεί
άνθρωπο ψάχνω αλλά δε βρίσκω
το βάρος που ‘χω στη ψυχή να μοιραστεί...
Βροχή τα λουλούδια, δυο κοπελιές σταύρωσαν τα πόδια και κάθισαν αντικρυστά να χτυπούν παλαμάκια. Λίγη σημασία τους έδωσε, στο μικρό του ταξίδι θα πήγαινε μόνος...
Γιατί Θεέ μου η ζωή
με κυνηγάει σαν το ληστή
κι όταν γυρεύω λίγο φως
το φως μου κρύβει ο αδελφός...
Έτσι χορεύαμε στο ΠΕΡΑΜΑ, παλιά στο χειμωνιάτικο στην Αγία Τριάδα και μετά που ήρθε στην παραλιακή.
Τρεις και μισή, κάποια Τρίτη βράδυ, η καλύτερη μέρα μαζί με την Πέμπτη να πας στα μπουζούκια, να τη «βρεις» και η καλύτερη ώρα, όταν έχει τελειώσει το πρόγραμμα και η φίρμα λέει τα δικά της και αυτά που θέλουν οι φίλοι πελάτες, που έμειναν για την «πίσω ώρα».
Λιγοστές οι παρέες, οι περισσότεροι γνωστοί, φίλοι και την ημέρα, αλλά σίγουρα τη νύχτα, παρά τη μάχη για την εύνοια του νιόφερτου θηλυκού.
Ο Πανάγος με τον Άτζελο στο ένα τραπέζι, ο Νούλης με το Νικολό στο άλλο, ο Γιάννης μόνος του, ο Παππούς με το φαρμακοποιό, ο Τακής με κάτι ξεχασμένους στο Rocco, δυο τραπέζια με φίλους από το Άργος, ο Κώστας ζούσε ακόμα, ο Βασίλης με το Χρήστο τον Πέραμα εκείνη την ώρα έβγαιναν από το γραφείο και κάθονταν σε μια παρέα.
Ξεχωριστές παραγγελιές, άνοιγε η εφημερίδα, μυρωδάτο, φορτίο τα λουλούδια… Και ο Ρίνγκο με το παπιγιόν, έτοιμος σε κάθε νεύμα...
Που να φύγεις; Που να πας; Όλη η ζωή εκεί.
Ρεμάλια της νύχτας για τους άλλους, έξω από τους κανόνες, των άλλων…
Σαν τύχαινε να έρθει και ο Μάκης, όλα χύμα, μια μπύρα και διακόσια πανέρια.
Τι σας λέω… Αυτά δεν περιγράφονται, μόνο τα ζεις…
Καημοί, βάσανα, ντέρτια, καψούρα, αναζήτηση, «όμορφα ψέματα», ταξίδι, τέλος και αρχή, κυνήγι, φυγή, «Το υπόλοιπο μπουκάλι κάβα…»
Τυχεροί που τα ‘ζησαν.
Μάνος Περράκης
Συρτά τα βήματα, αντρίκια, στο βαρύ ζεϊμπέκικο,
Τα βάσανά μου ένα φορτίο
που τα πηγαίνω εδώ κι εκεί
άνθρωπο ψάχνω αλλά δε βρίσκω
το βάρος που ‘χω στη ψυχή να μοιραστεί...
Βροχή τα λουλούδια, δυο κοπελιές σταύρωσαν τα πόδια και κάθισαν αντικρυστά να χτυπούν παλαμάκια. Λίγη σημασία τους έδωσε, στο μικρό του ταξίδι θα πήγαινε μόνος...
Γιατί Θεέ μου η ζωή
με κυνηγάει σαν το ληστή
κι όταν γυρεύω λίγο φως
το φως μου κρύβει ο αδελφός...
Έτσι χορεύαμε στο ΠΕΡΑΜΑ, παλιά στο χειμωνιάτικο στην Αγία Τριάδα και μετά που ήρθε στην παραλιακή.
Τρεις και μισή, κάποια Τρίτη βράδυ, η καλύτερη μέρα μαζί με την Πέμπτη να πας στα μπουζούκια, να τη «βρεις» και η καλύτερη ώρα, όταν έχει τελειώσει το πρόγραμμα και η φίρμα λέει τα δικά της και αυτά που θέλουν οι φίλοι πελάτες, που έμειναν για την «πίσω ώρα».
Λιγοστές οι παρέες, οι περισσότεροι γνωστοί, φίλοι και την ημέρα, αλλά σίγουρα τη νύχτα, παρά τη μάχη για την εύνοια του νιόφερτου θηλυκού.
Ο Πανάγος με τον Άτζελο στο ένα τραπέζι, ο Νούλης με το Νικολό στο άλλο, ο Γιάννης μόνος του, ο Παππούς με το φαρμακοποιό, ο Τακής με κάτι ξεχασμένους στο Rocco, δυο τραπέζια με φίλους από το Άργος, ο Κώστας ζούσε ακόμα, ο Βασίλης με το Χρήστο τον Πέραμα εκείνη την ώρα έβγαιναν από το γραφείο και κάθονταν σε μια παρέα.
Ξεχωριστές παραγγελιές, άνοιγε η εφημερίδα, μυρωδάτο, φορτίο τα λουλούδια… Και ο Ρίνγκο με το παπιγιόν, έτοιμος σε κάθε νεύμα...
Που να φύγεις; Που να πας; Όλη η ζωή εκεί.
Ρεμάλια της νύχτας για τους άλλους, έξω από τους κανόνες, των άλλων…
Σαν τύχαινε να έρθει και ο Μάκης, όλα χύμα, μια μπύρα και διακόσια πανέρια.
Τι σας λέω… Αυτά δεν περιγράφονται, μόνο τα ζεις…
Καημοί, βάσανα, ντέρτια, καψούρα, αναζήτηση, «όμορφα ψέματα», ταξίδι, τέλος και αρχή, κυνήγι, φυγή, «Το υπόλοιπο μπουκάλι κάβα…»
Τυχεροί που τα ‘ζησαν.
Μάνος Περράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου