Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Ένας χρόνος πέρασε, τα πρώτα γενέθλια σήμερα 26 Ιουλίου, για "Το κέρμα"...

Πόση χαρά, πόση συγκίνηση να πιάνεις το βιβλίο στα χέρια σου, πλημμυρισμένο με τις μυρωδιές του τυπογραφείου...

Μοναδικές στιγμές να βλέπεις το έργο σου τυπωμένο, στοιβαγμένο βιβλίο βιβλίο, έτοιμο να πάει να βρει τον αναγνώστη, να το βρει ο αναγνώστης.

Ένα ταξίδι είναι, με αρχή, διαδρομή, μα χωρίς τέλος... Ναι, αυτό είναι ένα μυθιστόρημα.

"Το κέρμα" θα σας περιμένει και φέτος στην Έκθεση Βιβλίου στο Ναύπλιο, από την Παρασκευή 28 Ιουλίου και κάθε μέρα, υπάρχει πάντα στη φίλη μου την Αρετή, στο "Μεγάλο Κατάστημα" στην οδό Αμαλίας και φυσικά στο βιβλιοπωλείο Χριστόπουλου.

Αντί για τούρτα, ένα μικρό απόσπασμα:


Έκλεισα το τηλέφωνο, είπα στην Αγγελική ότι φεύγω και θα επιστρέψω σε λίγη ώρα, μπήκα στο Kadett και σε μερικά λεπτά ήμουνα στο εργοστάσιο του Λαμπρινού. Ανέβηκα στο γνώριμο γραφείο της ιδιαιτέρας του και τον ζήτησα. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου του μόλις τον ειδοποίησε η γραμματέας του και με υποδέχτηκε με ένα χτύπημα στην πλάτη. Σχεδόν με κάθισε σε μια πολυθρόνα και παράγγειλε δυο καφέδες.

Με το που πήγε να πει κάτι τον διέκοψα. «Κύριε Λαμπρινέ, επιτρέψτε μου αυτή τη φορά να μιλήσω εγώ. Μόλις έμαθα ότι έχετε κάποιο πρόβλημα υγείας, που εύχομαι να μην είναι σοβαρό και να το ξεπεράσετε σύντομα. Θέλω να ξέρετε ότι είναι δεδομένη η συμπάθεια και η συμπαράστασή μου. Αν χρειαστείτε κάτι που να μπορώ να βοηθήσω, να μου το πείτε. Δεν ξεχνώ πώς φερθήκατε σε μένα, πώς θελήσατε να με προστατεύσετε, χωρίς μάλιστα να έχετε καμιά υποχρέωση».

«Αχ, αυτό το κορίτσι. Η αδυναμία μου, που ποτέ δεν της την έδειξα όπως ήθελα. Αυτό το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο πλάσμα, το ασυμβίβαστο, το ατίθασο. Αυτό που τ’ αμφισβητεί όλα και καλά κάνει. Το κορίτσι μου, ό,τι πιο σημαντικό απέκτησα στη ζωή μου. Αυτό είναι και το μόνο που νοιάζεται για μένα. Τώρα στα δύσκολα».

«Προς Θεού, μη μεγαλοποιείτε τα πράγματα. Η Δήμητρα μου είπε για το πρόβλημα υγείας που έχετε κι εγώ ήρθα να σας δω και να σας πω ότι δεν είστε μόνος στη μάχη που ίσως χρειαστεί να δώσετε. Αυτό είναι όλο, η Δήμητρα δεν ξέρει ότι βρίσκομαι εδώ».

«Λευτέρη, είστε αρκετό καιρό μαζί με τη Δήμητρα, τα αισθήματα και το πώς βλέπετε το μέλλον της σχέσης σας, είναι φυσικά δικό σας θέμα. Επειδή, όπως μου είπαν οι γιατροί, ο χρόνος που απομένει να ζήσω στο μάταιο τούτο κόσμο είναι λίγος, εφόσον επιβεβαιωθούν οι φόβοι τους και από τις νέες εξετάσεις, πρέπει να τακτοποιήσω τα θέματα που αφορούν την οικογένεια και τις δουλειές μου. Από μια μεριά είμαι τυχερός που έχω αυτή τη δυνατότητα. Αν ερχόταν το τέλος ξαφνικά, σου το εξομολογούμαι, θα ήταν όλα στον αέρα. Όπως είναι τυχερή και η Δήμητρα που σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή, έχει δίπλα της εσένα».

Με ευχαρίστησε και αποχαιρετιστήκαμε. Επέστρεψα στη δουλειά μου. Οι σκέψεις για μια ακόμη φορά ανάκατες. Θα επηρέαζε τη σχέση μου με τη Δήμητρα ο χαμός του Λαμπρινού; Σε ποιο βαθμό θα μπορούσε ν’ αλλάξει τα δεδομένα της ζωής μου; Της ζωής μου, που επαγγελματικά τουλάχιστον, πάλι είχε μπει σε μια εύθραυστη ισορροπία; Και τι τέλος πάντων ήθελε να πει ο Λαμπρινός;

Η ηρεμία που αποζητούσα κι ο επαναπροσδιορισμός αξιών και προσωπικής ηθικής, που είχαν δεχτεί σφοδρές επιθέσεις από τα γεγονότα και τη σκληρότητα της επιχειρηματικής επιβίωσης, έπαιρναν για μια ακόμη φορά αναβολή. Μπορεί η Δήμητρα να σηκώσει αυτά που έβλεπα να έρχονται; Έχει το ανάλογο μέγεθος να τ’ αντέξει; Οι ασυνάρτητες σκέψεις, μπορεί να χρησιμεύουν για να συνειδητοποιούμε καταστάσεις, δε δίνουν όμως λύσεις. Τις λύσεις εγώ θα τις έδινα.

Τηλεφώνησα στη Δήμητρα. «Δε μου λες, έχεις μιλήσει με κάποιον από τους γιατρούς του πατέρας σου;»

«Πριν από λίγο μίλησα με τον καθηγητή Βαρούτη, οικογενειακό φίλο, μου είπε ακριβώς πώς έχουν τα πράγματα. Είχε και τα τελευταία αποτελέσματα των εξετάσεων. Ο πατέρας έχει τρεις, το πολύ πέντε μήνες ζωής. Αν κάνει θεραπείες, που ο πατέρας μέχρι στιγμής αρνείται, μπορεί να παραταθεί η ζωή του και στον ένα χρόνο». Το βουβό της κλάμα έφτασε μέσα από τ’ ακουστικό στ’ αυτί μου.

«Δήμητρα, το καλύτερο τέτοιες στιγμές είναι η ψυχραιμία. Θα περάσω να σε πάρω μόλις τελειώσω. Εντάξει;»

Η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι ρόλοι όμως;

Απ’ αυτά που ήξερα, ο Λαμπρινός είχε στην ιδιοκτησία του ολόκληρη την ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΚΗ. Δεν ήθελε άλλους να μπλέκονται στα πόδια του, αλλά δεν υπήρχε και κανείς από το περιβάλλον του που να ενδιαφέρεται. Συνεταίρους δεν είχε, ούτε αδέλφια ή ανίψια. Η γυναίκα του παραιτημένη από καιρό, αφημένη στη συντροφιά του αλκοόλ και η μεγάλη κόρη η Αφροδίτη, αδιάφορη, για διακοπές μόνο κάθε δυο χρόνια στην Ελλάδα. Αυτά μέχρι σήμερα, από αύριο τα πράγματα άλλαζαν και το βάρος θα έπεφτε στη Δήμητρα. Αυτή θα έπαιρνε το ρόλο του διαχειριστή της επιχείρησης του Λαμπρινού.

Και ποιος ο ρόλος ο δικός μου; «Έλα μου ντε», που έλεγε και η θεία η Ματίνα! Πού και πώς κολλάω εγώ στο τι θα γίνει άμα πεθάνει ο Λαμπρινός; Μια ερωτική σχέση έχω με την κόρη του που προέκυψε απλά, όπως χιλιάδων νέων ανθρώπων που ταιριάζουν και τους αρέσει να είναι μαζί, για λίγο, περισσότερο ή και για πάντα. Έπρεπε «σώνει και ντε», και αυτό της θείας Ματίνας, ν’ ανακατευτώ στις δουλειές και τα κληρονομικά του Λαμπρινού; Άσε που ο άνθρωπος ακόμα ήταν ζωντανός και μπορούσε να αποφασίσει διαφορετικά απ’ αυτά που εγώ σκεφτόμουν. Η σκληρότητα που αντιμετώπισα μετά το θάνατο του πατέρα στη ζωή μου, η εμπειρία που απέκτησα, με είχαν κάνει να μπορώ να διακρίνω πού κρυβόταν ο λάκκος, τουλάχιστον να υποψιάζομαι τα πιθανά μέρη. Ήμουν σίγουρος ότι η Δήμητρα θα μου ζητούσε βοήθεια, πολύ μεγαλύτερη από κάποιες συμβουλές στο πώς να διαχειριστεί αυτά που θα κληρονομούσε. Δε μιλάμε για τρία σπίτια και δυο οικόπεδα, άντε και μερικές μετοχές και ομόλογα. Είχαμε να κάνουμε με μια επιχείρηση που απασχολούσε περίπου εκατόν είκοσι εργαζόμενους και με κυρίαρχη θέση στην αγορά. Μια ζωντανή, κερδοφόρα και με προοπτικές ανάπτυξης εταιρεία που κινδύνευε να μπει σε περιπέτεια λόγω ανυπαρξίας διοίκησης. Αυτά γύριζαν σαν μύλος στο κεφάλι μου. Η απώλεια του Λαμπρινού θα έκανε τη Δήμητρα να αγκιστρωθεί πάνω μου. Όχι γιατί ήμουν κάτι το εξαιρετικό ή είχα λύσεις για όλα. Γιατί η ανθρώπινη φύση στη δυσκολία έχει ανάγκη κάπου να ακουμπήσει. Από τη στιγμή που η Δήμητρα είχε νιώσει σιγουριά κοντά μου, μετά τη δέκα περίπου μηνών σχέση μας, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να θελήσει να στηριχτεί σε μένα. Εκτός αν αποφάσιζε να προχωρήσει παραμερίζοντας με.

Τα πράγματα στη ζωή είναι απλά, εμείς πολλές φορές τα μπερδεύουμε.

Μάνος Περράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου