Απόσπασμα από "Το κέρμα" (Σελίδα 275)
Σε λίγες ημέρες, θα έρχονταν τα Χριστούγεννα του 2014...
Ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη μπορεί να με βοηθούσε να βρω κάτι. Τουλάχιστον από εκεί, από απόσταση, θα έβλεπα τα πράγματα πιο ψύχραιμα, θα σκεφτόμουν χωρίς πίεση. Έτσι, πήρα την απόφαση να ανέβω στη Θεσσαλονίκη, έβγαλα εισιτήριο, έκλεισα ξενοδοχείο και τακτοποίησα τις δουλειές που άφηνα πίσω μου. Θα ταξίδευα με το τρένο. Ήθελα να ξαναζήσω τη μαγική διαδρομή, μετά από πολλά χρόνια. Αναχώρηση στις 23 Δεκεμβρίου, δύο και τέταρτο το μεσημέρι. Η Άννα με τον Ευθύμη θα έρχονταν στην Αθήνα την παραμονή των Χριστουγέννων, να γιορτάσουν μαζί με τη Δήμητρα και το Μιχάλη και να γνωρίσουν η μητέρα κι ο αδελφός, τον αγαπημένο της Άννας.
Μια μέρα λοιπόν πριν να φύγω, κατέβηκα στο κέντρο της Αθήνας να χαζέψω λίγο το χριστουγεννιάτικο στολισμό της και να πάρω δώρα για τους Θεσσαλονικείς. Μπήκα στο σταθμό του μετρό της Πανόρμου, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, με προορισμό το Σύνταγμα. Είχε κενές θέσεις στο συρμό που ήρθε και κάθισα σε μια δίπλα στο παράθυρο. Σηκώνοντας το κεφάλι, είδα απέναντι μου τη Νικόλ. Στις αφίσες που διαφήμιζαν μια ταινία που παιζόταν στους κινηματογράφους. «Η ταινία που μάγεψε θεατές και κριτικούς στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Με την εκπληκτική ερμηνεία της Ni-cole De July». Πήρα βαθιά ανάσα και ξαναδιάβασα. Δεν έκανα λάθος. Η Νικόλ, η δικιά μου Νικόλ, ήταν απέναντι μου. Γύρισα το κεφάλι μου στις άλλες θέσεις, σε όλο το βαγόνι. Παντού η μορφή της, λίγο γερασμένη, αλλά πανέμορφη. Έτοιμος ήμουν ν' αρχίσω να λέω σε όσους βρίσκονταν γύρω μου, «η Νικόλ ήταν φίλη μου, ήμαστε ερωτευμένοι...» Ευτυχώς που δεν το' κανα, θα με πέρναγαν για τρελό! Ηρέμησα κάπως από το σοκ.
«Ευαγγελισμός...» ακούστηκε από τα μεγάφωνα καθώς μπαίναμε στην πλατφόρμα του σταθμού. Σταματήσαμε και οι πόρτες άνοιξαν. Στη διπλανή γραμμή ήρθε και σταμάτησε ο συρμός που κινείτο αντίθετα. Στο παράθυρο, σαράντα πενήντα εκατοστά μακριά μου, η Ηρώ! Απορροφημένη στο βιβλίο που διάβαζε, χαμογέλαγε. «Ηρώ... Ηρώ...» φώναξα αυθόρμητα και όλοι με κοίταξαν περίεργα. Οι πόρτες έκλεισαν και ξεκινήσαμε. Δε με άκουσε... χάθηκε χαμογελώντας...
Τώρα πώς το λες αυτό! Δεν υπάρχουν τέτοιες συμπτώσεις! Δε γίνεται, καμιά τύχη δεν μπορεί να το καταφέρει. Μήπως έχω παραισθήσεις;
«Επόμενη στάση Σύνταγμα...» Βγήκα στην πλατεία. «Να πιω ένα διπλό καφέ ή ένα διπλό ουίσκι; Γιατί διπλό θα είναι σίγουρα... Μπας και γλιτώσω...»
Κάθισα σε ένα μπαράκι στη Μητροπόλεως, πίσω από το υπουργείο Οικονομικών. Παράγγειλα ένα διπλό εσπρέσο και προσπάθησα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου, να συμμαζέψω τα σκόρπια συναισθήματα που με είχαν κατακλύσει. Μέσα σε λίγα λεπτά τόσο έντονες οι προκλήσεις. Το παρελθόν ξαναγύριζε. Η Νικόλ πέτυχε, έφτασε ψηλά, αυτό έδειχνε η εικόνα της στις αφίσες. Πώς να ήταν η ζωή της τα τριάντα πέντε χρόνια που ήμαστε χαμένοι; Ευτυχισμένη άραγε; Αν δεν είχαμε χωρίσει τότε; Αν δεν άφηνα το Παρίσι; Καλά η Νικόλ, η Ηρώ πού βρέθηκε την ίδια ώρα; Μετά από τόσα χρόνια κι αυτή! Γιατί χαμογελούσε; Τι ήθελε να μου πει; Πως δικαιώθηκε που κι εγώ συμβιβάστηκα; Πέρασε δίπλα μου στ' αλήθεια ή έτσι νόμισα;
Πλήρωσα, σηκώθηκα και έστριψα στην οδό Βουλής για να βγω στην Ερμού. Κόσμος πηγαινοερχόταν, μοναχικός και σε παρέες. Γιρλάντες παντού, στολισμένες βιτρίνες, ένα προσποιητό εορταστικό κλίμα σε μια Αθήνα που η φτώχεια δεν κρυβόταν, όπως κι ο μεγάλος πλούτος. Πρόσωπα χαρούμενα, μα τα πιο πολλά σκυθρωπά. Άνθρωποι σιωπηλοί, κλεισμένοι στον εαυτό τους, προβληματισμένοι. Μπήκα σε ένα πολυκατάστημα και άρχισα να ψάχνω για το δώρο που θα έπαιρνα στον καθένα. Το μάτι μου έπεσε σε κάτι προκλητικά όμορφες κάμερες. Είχα πολλά χρόνια να πιάσω κάμερα στα χέρια μου. Από τότε που χάθηκε το ενδιαφέρον μου για τον κινηματογράφο. Τις δυο που είχα από παλιά, τις έδωσα όταν ήταν πιτσιρίκια στο Μιχάλη και την Άννα και από τότε, ούτε τις ξαναχρησιμοποίησα, ούτε και ήξερα πού βρίσκονταν.
Ο νεαρός πωλητής με βομβάρδισε με λεπτομέρειες μόλις διαπίστωσε το ενδιαφέρον μου. Φαινόταν μάλλον από τον τρόπο που τις κοιτούσα. Το αποφάσισα: «Μια απλή και φτηνή θέλω, χωρίς πολλά κόλπα, αυτά είναι για σας, τους νέους».
«Με όλο το θάρρος, μοιάζει να ξέρετε και δεν είστε και τόσο μεγάλος!»
«Είσαι καλός πωλητής. Σ' ευχαριστώ, επιμένω όμως για μια απλή κάμερα. Ποια μου προτείνεις;»
Σε λίγες ημέρες, θα έρχονταν τα Χριστούγεννα του 2014...
Ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη μπορεί να με βοηθούσε να βρω κάτι. Τουλάχιστον από εκεί, από απόσταση, θα έβλεπα τα πράγματα πιο ψύχραιμα, θα σκεφτόμουν χωρίς πίεση. Έτσι, πήρα την απόφαση να ανέβω στη Θεσσαλονίκη, έβγαλα εισιτήριο, έκλεισα ξενοδοχείο και τακτοποίησα τις δουλειές που άφηνα πίσω μου. Θα ταξίδευα με το τρένο. Ήθελα να ξαναζήσω τη μαγική διαδρομή, μετά από πολλά χρόνια. Αναχώρηση στις 23 Δεκεμβρίου, δύο και τέταρτο το μεσημέρι. Η Άννα με τον Ευθύμη θα έρχονταν στην Αθήνα την παραμονή των Χριστουγέννων, να γιορτάσουν μαζί με τη Δήμητρα και το Μιχάλη και να γνωρίσουν η μητέρα κι ο αδελφός, τον αγαπημένο της Άννας.
Μια μέρα λοιπόν πριν να φύγω, κατέβηκα στο κέντρο της Αθήνας να χαζέψω λίγο το χριστουγεννιάτικο στολισμό της και να πάρω δώρα για τους Θεσσαλονικείς. Μπήκα στο σταθμό του μετρό της Πανόρμου, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, με προορισμό το Σύνταγμα. Είχε κενές θέσεις στο συρμό που ήρθε και κάθισα σε μια δίπλα στο παράθυρο. Σηκώνοντας το κεφάλι, είδα απέναντι μου τη Νικόλ. Στις αφίσες που διαφήμιζαν μια ταινία που παιζόταν στους κινηματογράφους. «Η ταινία που μάγεψε θεατές και κριτικούς στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Με την εκπληκτική ερμηνεία της Ni-cole De July». Πήρα βαθιά ανάσα και ξαναδιάβασα. Δεν έκανα λάθος. Η Νικόλ, η δικιά μου Νικόλ, ήταν απέναντι μου. Γύρισα το κεφάλι μου στις άλλες θέσεις, σε όλο το βαγόνι. Παντού η μορφή της, λίγο γερασμένη, αλλά πανέμορφη. Έτοιμος ήμουν ν' αρχίσω να λέω σε όσους βρίσκονταν γύρω μου, «η Νικόλ ήταν φίλη μου, ήμαστε ερωτευμένοι...» Ευτυχώς που δεν το' κανα, θα με πέρναγαν για τρελό! Ηρέμησα κάπως από το σοκ.
«Ευαγγελισμός...» ακούστηκε από τα μεγάφωνα καθώς μπαίναμε στην πλατφόρμα του σταθμού. Σταματήσαμε και οι πόρτες άνοιξαν. Στη διπλανή γραμμή ήρθε και σταμάτησε ο συρμός που κινείτο αντίθετα. Στο παράθυρο, σαράντα πενήντα εκατοστά μακριά μου, η Ηρώ! Απορροφημένη στο βιβλίο που διάβαζε, χαμογέλαγε. «Ηρώ... Ηρώ...» φώναξα αυθόρμητα και όλοι με κοίταξαν περίεργα. Οι πόρτες έκλεισαν και ξεκινήσαμε. Δε με άκουσε... χάθηκε χαμογελώντας...
Τώρα πώς το λες αυτό! Δεν υπάρχουν τέτοιες συμπτώσεις! Δε γίνεται, καμιά τύχη δεν μπορεί να το καταφέρει. Μήπως έχω παραισθήσεις;
«Επόμενη στάση Σύνταγμα...» Βγήκα στην πλατεία. «Να πιω ένα διπλό καφέ ή ένα διπλό ουίσκι; Γιατί διπλό θα είναι σίγουρα... Μπας και γλιτώσω...»
Κάθισα σε ένα μπαράκι στη Μητροπόλεως, πίσω από το υπουργείο Οικονομικών. Παράγγειλα ένα διπλό εσπρέσο και προσπάθησα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου, να συμμαζέψω τα σκόρπια συναισθήματα που με είχαν κατακλύσει. Μέσα σε λίγα λεπτά τόσο έντονες οι προκλήσεις. Το παρελθόν ξαναγύριζε. Η Νικόλ πέτυχε, έφτασε ψηλά, αυτό έδειχνε η εικόνα της στις αφίσες. Πώς να ήταν η ζωή της τα τριάντα πέντε χρόνια που ήμαστε χαμένοι; Ευτυχισμένη άραγε; Αν δεν είχαμε χωρίσει τότε; Αν δεν άφηνα το Παρίσι; Καλά η Νικόλ, η Ηρώ πού βρέθηκε την ίδια ώρα; Μετά από τόσα χρόνια κι αυτή! Γιατί χαμογελούσε; Τι ήθελε να μου πει; Πως δικαιώθηκε που κι εγώ συμβιβάστηκα; Πέρασε δίπλα μου στ' αλήθεια ή έτσι νόμισα;
Πλήρωσα, σηκώθηκα και έστριψα στην οδό Βουλής για να βγω στην Ερμού. Κόσμος πηγαινοερχόταν, μοναχικός και σε παρέες. Γιρλάντες παντού, στολισμένες βιτρίνες, ένα προσποιητό εορταστικό κλίμα σε μια Αθήνα που η φτώχεια δεν κρυβόταν, όπως κι ο μεγάλος πλούτος. Πρόσωπα χαρούμενα, μα τα πιο πολλά σκυθρωπά. Άνθρωποι σιωπηλοί, κλεισμένοι στον εαυτό τους, προβληματισμένοι. Μπήκα σε ένα πολυκατάστημα και άρχισα να ψάχνω για το δώρο που θα έπαιρνα στον καθένα. Το μάτι μου έπεσε σε κάτι προκλητικά όμορφες κάμερες. Είχα πολλά χρόνια να πιάσω κάμερα στα χέρια μου. Από τότε που χάθηκε το ενδιαφέρον μου για τον κινηματογράφο. Τις δυο που είχα από παλιά, τις έδωσα όταν ήταν πιτσιρίκια στο Μιχάλη και την Άννα και από τότε, ούτε τις ξαναχρησιμοποίησα, ούτε και ήξερα πού βρίσκονταν.
Ο νεαρός πωλητής με βομβάρδισε με λεπτομέρειες μόλις διαπίστωσε το ενδιαφέρον μου. Φαινόταν μάλλον από τον τρόπο που τις κοιτούσα. Το αποφάσισα: «Μια απλή και φτηνή θέλω, χωρίς πολλά κόλπα, αυτά είναι για σας, τους νέους».
«Με όλο το θάρρος, μοιάζει να ξέρετε και δεν είστε και τόσο μεγάλος!»
«Είσαι καλός πωλητής. Σ' ευχαριστώ, επιμένω όμως για μια απλή κάμερα. Ποια μου προτείνεις;»
Ψώνισα τα περισσότερα δώρα από εκεί. Κάτι γυναικείο μου έμεινε να πάρω για την Ελένη. Κατηφορίζοντας στην Ερμού, βρήκα ένα ωραίο φουλάρι και της το πήρα. Κρατώντας δυο μεγάλες τσάντες, περπάτησα ως το Μοναστηράκι. Κατέβηκα στο σταθμό του μετρό για να επιστρέψω στο σπίτι. Παρέα μου στη διαδρομή μέχρι την Πανόρμου η Νικόλ. Όταν έφτασα, έβαλα μουσική, ένα ουίσκι, να φορτίσει η μπαταρία της κάμερας και διάλεξα τα ρούχα που θα έπαιρνα μαζί μου στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε η ώρα...
Έπεσα στο κρεβάτι. Με πήρε αμέσως ο ύπνος. Το όνειρο ολοζώντανο, καθισμένος στην άκρη της παραλίας αγνάντευα την ήσυχη θάλασσα. Ένα ελαφρύ αεράκι ερχόταν από το βάθος της και με δρόσιζε.
Μια γυναικεία φωνή διέκοψε τη γαλήνη μου, «τι σκέφτεσαι, Λευτέρη;»
Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα μια γυναίκα να στέκεται κάμποσα μέτρα πίσω μου. Μεγάλη στην ηλικία, το πρόσωπο της ρυτιδωμένο, αλλά ήρεμο. Τα μακριά μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους ώμους της. Φορούσε ένα ολόσωμο βαθύ κόκκινο φόρεμα.
«Γεια σας», είπα «γνωριζόμαστε;»
Η κυρία χαμογέλασε, «ε, όχι και δε γνωριζόμαστε, τόσα χρόνια τα πάμε σαν το σκύλο με τη γάτα!»
«Συγγνώμη, κάποιο λάθος κάνετε, δε θυμάμαι να σας έχω συναντήσει ποτέ!»
«Πολλές φορές! Να σου θυμίσω μερικές: με την Ηρώ, με τη Νικόλ, μετά με το Ζακ, με το λαχείο, με τη Δήμητρα, την Αντιγόνη, τον Ταξίαρχο, το Λαμπρινό, τους θανάτους, τον τζόγο, τα νοσοκομεία. Θέλεις κι άλλες;»
..........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου